θαλασσόφυτα

θαλασσόφυτα
τα морские растения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θαλασσόφυτα" в других словарях:

  • θαλασσόφυτα — τα τα αλόφυτα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. αντίστοιχου ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. halophytes (βλ. λ. αλόφυτα)] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσόφυτα — τα φυτά που ζουν στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»